Μεταχειρισμένον αυτοκίνητον προερχόμενον εξ εταιρείας ενοικιάσεως αυτοκινήτων (Κοινώς: Rent a Car).
Εκ της λέξεως "Νοίκι" και της καταλήξεως "-ρικο".
Οπως: "Σπυριάρικο", "Κιτρινιάρικο", "Χλεμπονιάρικο", "Ξεδοντιάρικο" κλπ.
Περιγράφει μονολεκτικώς και άνευ επεξηγήσεων μεταχειρισμένον αυτοκίνητον μικράς ηλικίας, πλην όμως κακής καταστάσεως, ενίοτε δε και κακής εμφανίσεως.
Η λέξις "Νοικιάρικο" χρησιμοποιείται συνήθως υπό παραγόντων της αγοράς, και σπανιότερον υπό αγοραστών, δεδομένου ότι οι τελευταίοι (οι αγορασταί) σπανίως γνωρίζουσι την προέλευσίν των.
Προφέρεται συνήθως μετά βδελυγμίας, και γράφεται πάντα με αποσιωπητικά.
Αποσπάσματα από "Το Λεξικόν της Ορολογίας του Αυτοκινήτου"