10/2/09

Autolexicon: Μπιμπίκι

Η λέξις «μπιμπίκι», ήτις προέρχεται εκ της ιατρικής – δερματολογικής ορολογίας, ενσωματώθη εις την αυτοκινητικήν τοιαύτην, προσδιορίζουσα μικρού μεγέθους εξόγκωμα ευρισκόμενον εις την επιφάνειαν του χρώματος του αυτοκινήτου, και οφειλόμενον εις πρώην αιωρούμενον σωματίδιον που κατέληξε όπως ενσωματωθεί εις το χρώμα του αυτοκινήτου ως αναπόσπαστον τμήμα αυτού.

Φρεσκοβαμμένον καπώ αυτοκινήτου μάρκας Maybach, άνευ μπιμπικίων επί της επιφανείας αυτού.

Η διαδικασία δημιουργίας μπιμπικίων είναι η εξής:
Ο αερισμός των φούρνων βαφής αυτοκινήτων πραγματοποιείται μέσω φίλτρου το οποίον κατακρατεί τα αιωρούμενα σωματίδια. Εις περίπτωσιν που το φίλτρον αντικαθίσταται κατά αραιά διαστήματα (ανά 5ετίαν, αντί ανά 6μηνον π.χ.), αδυνατεί όπως κατακρατήσει τα αιωρούμενα σωματίδια, άτινα, εισερχόμενα εν τω φούρνω βαφής, έχουσιν την κακήν συνήθειαν όπως επικάθηνται επί του φρέσκου χρώματος. Ούτως δημιουργούνται τα μπιμπίκια, άτινα εις περίπτωσιν που είναι πολυπληθή, αλλοιώνουσι αισθητώς την εμφάνισιν του φρεσκοβαμμένου αυτοκινήτου.
Η λέξις "μπιμπίκι" χρησιμοποιείται συνήθως εις τον πληθυντικόν, δεδομένου ότι σπανίως εισέρχεται εν τω φούρνω βαφής έν μόνον αιωρούμενον σωματίδιον.

Αποσπάσματα από "Το Λεξικόν της Ορολογίας του Αυτοκινήτου"