21/2/09

Το Λεξικόν της Ορολογίας του Αυτοκινήτου: Αλοιφή

Σκεύασμα χρησιμοποιούμενον διά το προσωρινόν στίλβωμα (κοινώς: γυάλισμα) χρωμάτων αυτοκινήτων, των οποίων η στιλπνότης έχει απωλεσθεί σταδιακώς, και ώς εκ τούτου έχουσιν αποκτήσει βαθμιαίως υφήν σμυριδοπάνου, ψιλού ή χοντρού, αναλόγως παλαιότητος (κοινώς: σαγρέ).
Η λέξις "αλοιφή" συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα "θέλω" και "περνάω".
Ενίοτε συντάσσεται και με το επίρρημα "μόνον".

Rolls Royce Silver Wraith μοντέλο `77, επί της οποίας έχει περαστεί ένα χέρι αλοιφή, αλλά χρειάζεται και δεύτερο.

Η έκφρασις "Θέλει αλοιφή" προσδιορίζει αυτοκίνητον του οποίου το χρώμα έχει απωλέσει την στιλπνότητά του λόγω παλαιότητος, πλήν όμως δεν χρηζει ολικής επαναβαφής.

Η έκφρασις "Μόνο αλοιφή!" (μετα θαυμαστικού) περιγράφει μεταφορικώς αυτοκίνητον παλαιόν μεν, υπεραρίστης καταστάσεως δε, άνευ γρατσουνίων, και συνεπώς μή χρήζον ουδεμίας επισκευής, πλην της επαναφοράς της στιλπνότητος του χρώματος αυτού, άνευ ολικής επαναβαφής.
Εις την περίπτωσιν ταύτην, η προσωρινότης του δι'αλοιφής στιλβώματος και η εν ευθέτω χρόνω επαναφορά του χρώματος εις την προτέραν σαγρέ κατάστασιν, ουδόλως αποτελεί ανασταλτικόν παράγοντα, λόγω του χαμηλού κόστους αυτής (της αλοιφής).

Αποσπάσματα από "Το Λεξικόν της Ορολογίας του Αυτοκινήτου"