5/5/09

Το Λεξικόν της Ορολογίας του Αυτοκινήτου: Στρίποδο

Συνώνυμον της λέξεως "Τρίποδο".
Σιδηρά βάσις αποτελουμένη εκ τριών ποδών, ρυθμιζομένων ή μή, χρησιμοποιουμένη αντί γρύλου κατόπιν της ανυψώσεως του αυτοκινήτου υπό αυτού (του γρύλου) εν τω συνεργείω. Η χρήσις των στριπόδων έχει περιορισθεί, καθώς έχουσιν αντικατασταθεί υπό των αναβατορίων.
Εις σχετικώς διοργανωθέν συνέδριον γλωσσολόγων, διετυπώθησαν διάφοραι απόψεις περί της διαδικασίας παραφθοράς της λέξεως "Τρίποδο" ήτις εδημιούργησε την λέξιν "Στρίποδο", πλην όμως ουδέν συμπέρασμα συνήχθη.

Οικολογικόν στρίποδον βιολογικής καλλιέργειας, με Renault 9 δεκαετίας `80 τοποθετημένον επ'αυτού.
Τα οικολογικά στρίποδα ονομάζονται επίσης "Τάκοι" (Τάκος).


Αποσπάσματα από "Το Λεξικόν της Ορολογίας του Αυτοκινήτου"