1/3/09

Το Λεξικόν της Ορολογίας του Αυτοκινήτου: Κοτσαδούρα

Σιδηρούν εξάρτημα με σφαιρικήν απόληξιν, προεξέχον του πίσω προφυλακτήρος, χρησιμεύον διά την προσάρτησιν, και κατόπιν ρυμούλκησιν, τροχήλατων οικίσκων, μπαγκαζιερών, βαρκών κλπ.

Πρόσθετη χρησιμότης των κοτσαδούρων είναι η προστασία των πίσω προφυλακτήρων, έναντι κακοβούλων επαφών με έτερους ομοίους.
Αι κοτσαδούραι χρησιμεύουσιν επίσης διά την ακουσίαν ή εκουσίαν καταστροφήν των προφυλακτήρων των όπισθεν ευρισκομένων αυτοκινήτων, κατά την διαδικασίαν παρκαρίσματος.

Πρόκειται περί παραφθοράς της λέξεως "Κοτσαδόρος".
Γνωστοί γλωσσολόγοι διετύπωσαν την άποψιν ότι η λέξις "Κοτσαδόρος" προέρχεται εκ του ρήματος "Κοτσάρω" (κοινώς: προσαρτώ). Κατ'αυτήν την άποψιν η σημασία της λέξεως ταύτης είναι: "Οστις κοτσάρει", ήτοι "Ο κοτσάρων τροχόσπιτον, τρέιλερ, βάρκαν κλπ" εις αυτοκίνητον όχημα, με σκοπόν την ρυμούλκησιν υπό αυτού (του αυτοκινήτου).
Η χρήσις της παραφθαρθείσης λέξεως "Κοτσαδούρα" είναι συχνοτάτη, εις σημείον να θεωρείται πλέον ο "Κοτσαδόρος" παραφθορά της "Κοτσαδούρας", και ουχί το αντίθετον.

Μπαγκαζιέρα γαλβανιζέ μετα κουβέρτας, προσαρτημένη εις κοτσαδούραν, και ρυμουλκουμένη υπό Τογιότας Κορόλλας μοδέλον `93.

Αποσπάσματα από "Το Λεξικόν της Ορολογίας του Αυτοκινήτου"